λιθοστρώνω

λιθοστρώνω
λιθόστρωσα, λιθοστρώθηκα, λιθοστρωμένος, στρώνω με πέτρες (δρόμους, αυλές, πλατείες κτλ.): Με εντολή του νομάρχη λιθοστρώθηκαν όλοι οι δρόμοι του παραδοσιακού οικισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθοστρώνω — επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας») …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωμα — το λιθόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωση — η η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”