- λιθοστρώνω
- λιθόστρωσα, λιθοστρώθηκα, λιθοστρωμένος, στρώνω με πέτρες (δρόμους, αυλές, πλατείες κτλ.): Με εντολή του νομάρχη λιθοστρώθηκαν όλοι οι δρόμοι του παραδοσιακού οικισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.